αμφο-

αμφο-
ἀμφο- (Α)
α΄ συνθετικό λέξεων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄμφω. Ως α' συνθετικό γενικά αντικαταστάθηκε από το ἀμφοτερο-.
ΣΥΝΘ. νεοελλ. αμφογενής, αμφολοφότριχα, αμφολύται, αμφοτονία, αμφοτρόπος αμφόφιλος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • амфо- — (гп) άμφό См. амфи ( άμφί ) …   Анатомия терминов. 400 словообразовательных элементов из латыни и греческого

  • ξυληβόρος — ξυληβόρος, ον (Α) (κατά τον Ησύχ.) αυτός που τρώει το ξύλο, ο ξυλοφάγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + συνδετικό φωνήεν η πιθ. για μετρικούς λόγους + βόρος (< βορά), πρβλ. αμφο βόρος] …   Dictionary of Greek

  • амфо- — (гп) άμφό См. амфи ( άμφί ) …   Анатомия терминов. 400 словообразовательных элементов из латыни и греческого

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”